ὑπερβαλλόντως

ὑπερβαλλόντως
+ D0-0-0-1-0=1
Jb 15,11
exceedingly; *Jb 15,11 ὑπερβαλλόντως exceedingly-טעם לא without taste for MT עם לאט gently with

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερβαλλόντως — ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ υπερβολήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβαλλόντως — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδενδρος — η, ο / πολύδενδρος, ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ. β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”